ἐμφιλόσοφος

ἐμφιλόσοφος
ἐμφῐλό-σοφος,
A philosophical,

αἰσθήσεις Ph.2.22

, cf. Ptol. Tetr.158, D.L.2.40; τέχνη Olymp.Alch.p.70B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμφιλόσοφος — ἐμφιλόσοφος, ον (AM) αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει φιλοσοφία, ο φιλοσοφικός. επίρρ... ἐμφιλοσόφως με φιλοσοφία, φιλοσοφικώς …   Dictionary of Greek

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”